- φώλιασμα
- το, Ν [φωλιάζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φωλιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φώλιασμα — το, ατος 1. το να φωλιάζει (βλ. λ.) κανείς, η παραμονή σε φωλιά. 2. (για πουλιά), το χτίσιμο φωλιάς και η διαμονή σ αυτή. 3. (για ζώα), η κατάσταση της χειμέριας νάρκης. 4. μτφ., το να κρύβεται κανείς ή κάτι σε κάποιο μέρος: Το φώλιασμα της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek